υπερεξάρχω

υπερεξάρχω
Μ
1. είμαι ανώτατος άρχων
2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὑπερεξάρχοντες·οι άρχοντες τών Αρμενίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἐξάρχω «κυβερνώ, διοικώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”